🇬🇷 el en 🇬🇧

σπυρί noun

  /spiˈɾi/
  • φλεγμονή στο δέρμα που δημιουργεί ένα εξόγκωμα, συνήθως με πύον
pimple
  • σπόρος, κόκκος
grain
Wiktionary Links