🇬🇷 el en 🇬🇧

συγγνώμη noun

  /siŋˈɣno.mi/
sorry, apology, excuse me, pardon me
  • λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μετάνοια
  • λέξη που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσουμε τους άλλους ότι πρόκειται να τους ενοχλήσουμε ή να τους διακόψουμε
apologise, apologize

συγγνώμη;

pardon
Wiktionary Links