🇬🇷 el en 🇬🇧

συγκέντρωση noun

  • κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο
  • (χημεία) αναλογία της ποσότητας μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
concentration
  • μάζωξη, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
gathering
pooling
Wiktionary Links