🇬🇷 el en 🇬🇧

συγχώνευση noun

fusion, merger, merging
  • η ένωση δύο στοιχείων ή συνόλων σε ένα νέο καινούριο ομογενές σύνολο
  • ο σχηματισμός κράματος με τήξη
  • (για ποινές) για επιβολή μίας ενιαίας ποινής για συναφή αδικήματα αντί δύο ή περισσότερων μικρότερων ποινών οι οποίες αθροιστικά θα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια
contraction
Wiktionary Links