🇬🇷 el en 🇬🇧

συλλαμβάνω verb

  • πιάνω κάποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο για παράνομη πράξη και τον εμποδίζω να φύγει για να τον οδηγήσω στο αστυνομικό τμήμα ή στη φυλακή
  • αιχμαλωτίζω
arrest
  • καθίσταμαι έγκυος
  • κατανοώ
  • (μεταφορικά) εμφανίζεται στο νου μου μια παράσταση ή μια ιδέα
arrest, conceive
  • (για μηχανήματα) αντιλαμβάνομαι σήματα
arrest, detect
Wiktionary Links