🇬🇷 el en 🇬🇧

συμπληρώνω verb

  /si(m).bliˈɾo.no/
  • προσθέτω περιεχόμενο σε κάτι ελλιπές, ώστε να ολοκληρωθεί
complete, complement
  • προσθέτω πληροφορίες σε μια αίτηση, έντυπο ή έγγραφο
fill in, fill out
Wiktionary Links