🇬🇷 el en 🇬🇧

συνηθισμένος

  /si.ni.θiˈzme.nos/
  • που έχει συνηθίσει κάτι και το αντέχει
ordinary, accustomed, used to, usual
  • που τον έχουμε συνηθίσει, που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία
ordinary, usual
Wiktionary Links