🇬🇷 el en 🇬🇧

σχοινάκι noun

  • παιδικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, όπου κάποιος οι κάποιοι πηδάνε πάνω από ένα σχοινί που γυρίζει ο ίδιος ή δύο άλλα παιδιά
skipping rope, jump rope
Wiktionary Links