🇬🇷 el en 🇬🇧

τάξη noun

  /ˈta.ksi/
  • (ταξινομία) υποδιαίρεση ταξινομικής βαθμίδας ανώτερη από την οικογένεια και χαμηλότερη από την ομοταξία
class, order, grade
  • (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) το πλήθος των παραμέτρων μιάς συνάρτησης (ή κατηγορήματος) ή το πλήθος των τελεστέων μιάς πράξης
arity
  • (εκπαίδευση) η σχολική αίθουσα
classroom, grade
Wiktionary Links