🇬🇷 el en 🇬🇧

τελειώνω verb

  /teˈli.o.no/ , /teˈʎo.no/
  • (μεταβατικό) ολοκληρώνω μια εργασία
  • ολοκληρώνομαι
end, finish, play out
Wiktionary Links