🇬🇷 el en 🇬🇧

τσάντα noun

  /ˈt͡sa.da/ , /ˈt͡san.da/
  • φορητή θήκη για πράγματα, συνήθως από δέρμα ή ύφασμα, με χερούλια ή χωρίς
handbag
Wiktionary Links