🇬🇷 el en 🇬🇧

υπερβολή noun

  /i.peɾ.voˈli/
exaggeration, overstatement
  • (γραμματική) σχήμα λόγου κατά το οποίο περιγράφεται κάτι με χαρακτηριστικό μεγαλύτερο, πιο έντονο, πιο δυνατό από όσο πραγματικά έχει, για να δοθεί έμφαση στο χαρακτηριστικό εκείνο
hyperbole, hyperbola
Wiktionary Links