🇬🇷 el en 🇬🇧

υπερβολικός adjective

  • (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας
excessive, exaggerated
  • που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση
excessive, extreme
  • που αναφέρεται στη γεωμετρική υπερβολή
hyperbolic
Wiktionary Links