🇬🇷 el en 🇬🇧

υποδοχή noun

  /i.po.ðoˈçi/
reception
  • (τεχνολογία) εγκοπή ή κοίλωμα ενός μηχανήματος ή μιας συσκευής που έχει κατασκευαστεί ένα εξάρτημα ή όργανο
socket
Wiktionary Links