🇬🇷 el en 🇬🇧

υποχρέωση noun

obligation
  • οικονομική, κοινωνική κ.λπ. δέσμευση
  • (λογιστική) η οφειλή, πληρωτέο χρηματικό ποσό, κάτι που πρέπει να πληρωθεί (δάνεια, αγορές από προμηθευτές, κλπ., όπως δευτερευόντως και τα κεφάλαια που έχουν καταθέσει οι μέτοχοι). Είναι στοιχείο του Παθητικού
liability
Wiktionary Links