🇬🇷 el en 🇬🇧

φούντα noun

  /ˈfun.da/
  • μικρό ανθισμένο κλαδί
flowering, sprig
  • σύνολο φυσικών ή τεχνητών νημάτων με το ένα άκρο ενωμένο και το άλλο ελεύθερο
tassel, tuft
Wiktionary Links