🇬🇷 el en 🇬🇧

φροντίζω verb

  • περιποιούμαι με τρυφερότητα ή με κάποιο συναισθηματικό στοιχείο ή με ειδικό τρόπο
look after
  • προνοώ, παίρνω μέτρα
ensure
Wiktionary Links