🇬🇷 el en 🇬🇧

ψυχαναγκασμός noun

  /psi.xa.naŋ.ɡaˈzmos/
  • η επιβολή της θέλησης ενός σε κάποιον άλλον με άσκηση ψυχολογικής πίεσης
  • (ψυχολογία) η σκέψη μιας ιδέας, ενός αισθήματος, μιας τάσης που, ενώ πηγάζει από τον ψυχισμό ενός ατόμου, αντιμετωπίζεται ως αντίθετο του Εγώ του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να την περιορίσει ή να απαλλαγεί από αυτήν
obsession
Wiktionary Links