🇬🇧 en el 🇬🇷
who pronoun
/h(w)uː/
,
/h(w)ɔː/
,
/huː/
,
/hwɒ/
,
[hu(ː)]
,
[huː]
,
[hʉw]
,
[hʉː]
,
[hʊw]
|
|
|---|---|
|
ποιος, η οποία, ο οποίος, το οποίο |
WHO properNoun
/ˈdʌbəljuː ˈeɪt͡ʃ ˈəʊ/
|
|
|---|---|
|
ΠΟΥ |
- there are none so blind as those who will not see
- στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
- who are you
- ποια είσαι;, ποιος είσαι;
- who knows
- ποιος ξέρει;
- he who laughs last laughs best
- γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
- people who live in glass houses shouldn't throw stones
- οι άνθρωποι που ζουν σε γυάλινα σπίτια δε πρέπει να πετούν πέτρες
- good things come to those who wait
- το καλό πράγμα αργεί να γίνει
- look who's talking
- κοίτα ποιος μιλάει
- who would have thunk it
- ποιος θα το πίστευε