🇬🇧 en el 🇬🇷
ability noun
/əˈbɪl.ə.ti/
,
/əˈbɪl.ɪ.ti/
|
|
---|---|
|
ικανότητα, επιδεξιότητα, ευφυία, ταλέντο |
|
ικανότητα |
Wiktionary Links
- English: ability