🇬🇧 en el 🇬🇷
abrupt adjective
/æbˈɹʌpt/
,
/əˈbɹʌpt/
|
|
---|---|
|
απότομος, κοφτός |
|
αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός |
|
απόκρημνος, απότομος |
|
ασυνεχής |
Wiktionary Links
- English: abrupt