🇬🇧 en el 🇬🇷
abysmal adjective
/əˈbɪz.məl/
,
[əˈbɪz.ml̩]
|
|
---|---|
|
άπατος, αβυσσαλέος, απειροβαθής, απύθμενος |
|
ανεκδιήγητος, απερίγραπτος |
abysm |
|
---|---|
άβυσσος |
Wiktionary Links
- English: abysm