🇬🇧 en el 🇬🇷
account noun
/ə.ˈkaʊnt/
|
|
---|---|
|
λογαριασμός, αναφορά |
|
λογαριασμός |
accountant noun
/ə.ˈkaʊn.tənt/
,
[ə.ˈkæʊn.ʔn̩ʔ]
|
|
---|---|
|
λογιστής, λογίστρια |
|
λογίστρια, λογιστής |
accounting noun
/ə.ˈkaʊn.tɪŋ/
|
|
---|---|
|
λογιστική |
accountability noun
/əˌkaʊn.təˈbɪl.ə.ti/
,
/əˌkæɔn.təˈbɪl.ə.ti/
,
[əˌkaʊn.təˈbɪl.ə.ɾi]
,
[əˌkæɔn.təˈbɪl.ə.ɾi]
|
|
---|---|
|
αρμοδιότητα |
|
αρμοδιότητα, ευθύνη, υπευθυνότητα |
accountable adjective
/əˈkaʊntəbl̩/
|
|
---|---|
|
αρμόδιος |
|
ευεξήγητος |
|
υπόλογος |
accountancy noun
/ə.ˈkaʊnt.ən.si/
|
|
---|---|
|
λογιστική |
- current account
- Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
- account for
- ευθύνομαι, εξηγώ
- charge account
- δάνειο
- on no account
- επ' ουδενί λόγω
- bank account
- τραπεζικός λογαριασμός
- take into account
- λαμβάνω υπόψη
- savings account
- λογαριασμός ταμιευτηρίου
- account manager
- υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών
- give an account
- διηγούμαι
Wiktionary Links
- English: account