🇬🇧 en el 🇬🇷
all adverb
/oːl/
,
/u(ɫ)/
,
/ɑl/
,
/ɒl/
,
/ɔl/
,
/ɔːl/
,
[oːɫ]
,
[ɒɫ]
,
[ɔɫ]
|
|
---|---|
|
εντελώς |
|
όλα |
all determiner
/oːl/
,
/u(ɫ)/
,
/ɑl/
,
/ɒl/
,
/ɔl/
,
/ɔːl/
,
[oːɫ]
,
[ɒɫ]
,
[ɔɫ]
|
|
---|---|
|
όλα, όλοι, όλες |
|
όλη, όλο |
all- prefix |
|
---|---|
|
παν- |
- not at all
- καθόλου, τίποτα
- all right
- εντάξει, μια χαρά
- all roads lead to Rome
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη
- all of a sudden
- ξαφνικά
- at all
- καθόλου
- all that glitters is not gold
- ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός
- after all
- πάντως, στο κάτω κάτω, τέλος πάντων
- all along
- ανέκαθεν, εξ αρχής, πάντα
- all over
- παντού