🇬🇧 en el 🇬🇷
anchorage noun
/ˈæŋkəɹɪd͡ʒ/
|
|
---|---|
|
άραγμα, αγκυροβόλημα, αραξοβόλι, ελλιμενισμός |
|
άραγμα, αγκυροβόλημα, αραξοβόλι, ελλιμενισμός, τέλη ελλιμενισμού |
Anchorage properNoun
/ˈeɪŋ.kɹɪd͡ʒ/
,
/ˈæŋ.kə.ɹɪd͡ʒ/
|
|
---|---|
|
Άνκορεϊτζ, Άνκοριτζ |