🇬🇧 en el 🇬🇷
antiderivative noun |
|
---|---|
|
αντιπαράγωγος, αρχική συνάρτηση, αόριστο ολοκλήρωμα, παράγουσα |
Wiktionary Links
- English: antiderivative
antiderivative noun |
|
---|---|
|
αντιπαράγωγος, αρχική συνάρτηση, αόριστο ολοκλήρωμα, παράγουσα |