🇬🇧 en el 🇬🇷
anyway adverb
/ˈɛniweɪ/
|
|
---|---|
|
πάντως, εν πάση περιπτώσει, τέλος πάντων |
|
έτσι κι αλλιώς, εν πάση περιπτώσει, ούτως ή άλλως, πάντως, όπως και να έχει |
|
τέλος πάντων |
Wiktionary Links
- English: anyway