🇬🇧 en el 🇬🇷
area noun
/ˈerɪjɑ/
,
/ˈɛə.ɹɪ.ə/
,
/ˈɛɹ.i.ə/
,
[ˈɛː.ɹɪ.ə]
|
|
|---|---|
|
έκταση, διάσταση |
|
εμβαδόν, εμβαδό |
|
περιοχή |
|
επιφάνεια υπογείων |
|
μερίδα, τμήμα |
- rest area
- αναπαυτήριο, ΔΟΕ
- local area network
- ΤΔ, τοπικό δίκτυο
- wide area network
- δίκτυο ευρείας περιοχής
- second moment of area
- ροπή αδράνειας επιφάνειας
- metropolitan area network
- μητροπολιτικό δίκτυο
- penalty area
- μεγάλη περιοχή
- free trade area
- ζώνη ελεύθερων συναλλαγών
- industrial area
- ΒΙ.ΠΕ.
- grey area
- γκρίζα ζώνη
Wiktionary Links
- English: area