🇬🇧 en el 🇬🇷
beforehand adverb
/bɪˈfo(ː)ɹhænd/
,
/bɪˈfoəhænd/
,
/bɪˈfɔɹhænd/
,
/bɪˈfɔːhænd/
|
|
---|---|
|
προκαταβολικά, από πριν, εκ των προτέρων, προηγουμένως, πρωτύτερα |
Wiktionary Links
- English: beforehand