🇬🇧 en el 🇬🇷
blackout noun
/ˈblæk.aʊt/
,
/ˈblæk.ʌʊt/
|
|
---|---|
|
απώλεια μνήμης, συσκότιση |
|
διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος |
|
λιποθυμία, σκοτοδίνη |
|
συσκότιση |
Wiktionary Links
- English: blackout