🇬🇧 en el 🇬🇷
business noun
/ˈbɪd.nɪs/
,
/ˈbɪz.nəs/
,
/ˈbɪz.nəz/
,
/ˈbɪz.nɪs/
,
/ˈbɪz.nɪz/
|
|
---|---|
|
επιχείρηση, εταιρεία, εταιρία |
|
επιχείρηση |
busy adjective
/ˈbɪzi/
|
|
---|---|
|
πολυάσχολος, πολυσύχναστος |
- mind one's own business
- κάθομαι στ' αβγά μου, κοιτάζω τη δουλειά μου
- business partner
- συνέταιρος
- dirty business
- βρομοδουλειά
- show business
- σόου μπίζνες
- business suit
- σετ
- business card
- επαγγελματική κάρτα
- business administration
- διαχείριση επιχειρήσεων, διοίκηση επιχειρήσεων
- business plan
- επιχειρηματικό σχέδιο
- business name
- φίρμα
Wiktionary Links
- English: business