🇬🇧 en el 🇬🇷
camera noun
/ˈkæm.ə.ɹə/
,
/ˈkæm.ɚ.ə/
,
/ˈkæm.ɹə/
|
|
|---|---|
|
φωτογραφική μηχανή, βιντεοκάμερα |
|
φωτογραφική μηχανή, κάμερα |
- video camera
- βιντεοκάμερα
- camera obscura
- σκοτεινός θάλαμος
- in camera
- κεκλεισμένων των θυρών
- speed camera
- ραντάρ
- camera lucida
- φωτεινός θάλαμος
- backup camera
- κάμερα οπισθοπορίας
- surveillance camera
- κάμερα βιντεοπαρακολούθησης, κάμερα παρακολούθησης
- still camera
- φωτογραφική μηχανή
- multiple-camera-setup
- τρικάμερο