🇬🇧 en el 🇬🇷
camera noun
/ˈkæməɹə/
,
/ˈkæmɹə/
|
|
---|---|
|
φωτογραφική μηχανή, βιντεοκάμερα |
|
φωτογραφική μηχανή, κάμερα |