🇬🇧 en el 🇬🇷
chain noun
/ˈt͡ʃeɪn/
|
|
---|---|
|
αλυσίδα, άλυσος, σειρά |
|
αλυσίδα |
|
άλυσος, αλυσίδα, δεσμά |
chain verb
/ˈt͡ʃeɪn/
|
|
---|---|
|
αλυσοδένω |
- mountain chain
- οροσειρά
- chain pipe
- αλυσότρυπα
- food chain
- τροφική αλυσίδα
- chain reaction
- αλυσιδωτή αντίδραση
- chain mail
- αλυσιδωτή πανοπλία
- polymerase chain reaction
- αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης
- supply chain
- εφοδιαστική αλυσίδα
- chain smoker
- μανιώδης καπνιστής
- a chain is only as strong as its weakest link
- μια αλυσίδα είναι όσο δυνατή όσο ο πιο αδύναμός της κρίκος