🇬🇧 en el 🇬🇷
character noun
/ˈkæɹ(ə)ktɚ/
,
/ˈkæɹɪktə/
,
/ˈkɛɹ(ə)ktɚ/
|
|
---|---|
|
χαρακτήρας |
|
χαρακτήρας, γράμμα |
- control character
- χαρακτήρας ελέγχου
- character actor
- καρατερίστα, καρατερίστας
- character encoding
- κωδικοποίηση χαρακτήρων
- character class
- κλάση χαρακτήρων
- character set
- σύνολο χαρακτήρων
- non-printable character
- μη εκτυπώσιμος χαρακτήρας
- optical character recognition
- οπτική αναγνώριση χαρακτήρων
- escape character
- χαρακτήρας διαφυγής
- scientific character
- επιστημικότητα
Wiktionary Links
- English: character