🇬🇧 en el 🇬🇷
child noun
/t͡ʃaɪld/
,
[t͡ʃaɪ̯ɫd]
,
[t͡ʃəɪ̯(ə)ɫd]
,
[ˈt͡ʃaɪ̯.ɫ̩d]
|
|
---|---|
|
παιδί, ανήλικος |
|
παιδί, τέκνο |
|
απότοκος |
- only child
- μοναχοπαίδι
- black child
- μαυράκι
- child's play
- ευκολάκι, βόλτα
- child molester
- παιδοβιαστής, παιδόφιλος
- child labour
- παιδική εργασία
- spare the rod and spoil the child
- όποιος αγαπά, τιμωρεί
- child prodigy
- παιδί-θαύμα
- a burnt child dreads the fire
- όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι
- feral child
- άγριο παιδί