🇬🇧 en el 🇬🇷
company noun
/kamˈpeːni/
,
/ˈkamp(a)ni/
,
/ˈkɒm-/
,
/ˈkʌmp(ə)ni/
,
/ˈkʌmpəni/
|
|
---|---|
|
εταιρεία, εταιρία |
|
συντροφιά |
|
παρέα, συντροφικότητα, φιλία |
|
λόχος, συντροφιά |
- joint-stock company
- ανώνυμη εταιρεία
- public limited company
- ανώνυμη εταιρεία
- limited liability company
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης
- shipping company
- εφοπλιστικός
- parent company
- μητρική εταιρεία
- a man is known by the company he keeps
- δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
- company car
- αυτοκινήτου εταιρείας
- l=company name
- επωνυμία
- insurance company
- ασφάλιση
Wiktionary Links
- English: company