🇬🇧 en el 🇬🇷
conflict noun
/kənˈflɪkt/
,
/ˈkɑn.flɪkt/
,
/ˈkɒn.flɪkt/
|
|
---|---|
|
σύρραξη |
|
σύγκρουση |
conflicting adjective |
|
---|---|
|
αλληλοσυγκρουόμενος, αντιφατικός, συγκρουόμενος |
Wiktionary Links
- English: conflict