🇬🇧 en el 🇬🇷
current noun
/ˈkɝ.ənt/
,
/ˈkɝ.ɪnt/
,
/ˈkʌɹ.ənt/
,
/ˈkʌɹ.ɪnt/
|
|
---|---|
|
ρεύμα |
|
εντάση |
current adjective
/ˈkɝ.ənt/
,
/ˈkɝ.ɪnt/
,
/ˈkʌɹ.ənt/
,
/ˈkʌɹ.ɪnt/
|
|
---|---|
|
παρών, τωρινός, τρέχων |
currently adverb
/kɝəntli/
,
/ˈkʌɹəntli/
|
|
---|---|
|
επίκαιρος |
- alternating current
- εναλλασσόμενο ρεύμα
- direct current
- συνεχές ρεύμα
- electric current
- ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα
- current account
- Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
- current asset
- βραχυπρόθεσμο ενεργητικό, κυκλοφορούν ενεργητικό
- ocean current
- θαλάσσιο ρεύμα
- current ratio
- κυκλοφοριακή ρευστότητα
- current instruction register
- καταχωρητής εντολών