🇬🇧 en el 🇬🇷
dammit interjection
/ˈdæmət/
,
/ˈdæmɪt/
|
|
---|---|
|
γαμώ το, γαμώτο, διάβολε, διάολε, να πάρει ο διάβολος, να πάρει ο διάολος |
Wiktionary Links
- English: dammit