🇬🇧 en el 🇬🇷
day noun
/deɪ/
,
/deɪ̯/
,
/dæɪ/
,
[deː]
,
[dɛj]
|
|
|---|---|
|
ημέρα, μέρα |
|
ημέρα, μέρα, εικοσιτετράωρο, ημερονύχτιο |
|
μέρα, ημέρα |
dais noun
/ˈdaɪəs/
,
/ˈdeɪ.ɪs/
,
/ˈdeɪs/
,
/ˈdeɪəs/
|
|
|---|---|
|
εξέδρα |
days |
|
|---|---|
| πρώτα | |
days adverb
/ˈdeɪz/
|
|
|---|---|
|
την ημέρα |
days noun
/ˈdeɪz/
|
|
|---|---|
|
βίος |
- two days after tomorrow
- αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο, μετά τις επόμενες μέρες
- three days ago
- αντιπροχθές, παραπροχθές, τρείς μέρες πριν
- these days
- επί των ημερών μας, στις μέρες μας
- dog days
- κυνικά καύματα
- Twelve Days of Christmas
- Δώδεκα ημέρες των Χριστουγέννων
- halcyon days
- αλκυονίδες ημέρες
- Ancient of Days
- Παλαιός των Ημερών
- in the old days
- παλιά
- one of these days
- προσεχώς
Wiktionary Links
- English: days