🇬🇧 en el 🇬🇷
discretion noun
/dɪˈskɹɛʃən/
|
|
---|---|
|
διακριτικότητα, εχεμύθεια |
|
περίσκεψη, σύνεση |
|
διακριτική ευχέρεια |
discrete adjective
/dɪˈskɹiːt/
|
|
---|---|
|
διάκριτος, διακριτός |
discreteness |
|
---|---|
διακριτότητα |
Wiktionary Links
- English: discretion