🇬🇧 en el 🇬🇷
driver noun
/ˈdɹaɪ.və(ɹ)/
,
/ˈdɹaɪvɚ/
|
|
---|---|
|
οδηγός |
|
οδηγός, μηχανοδηγός |
- driver's license
- άδεια οδήγησης, δίπλωμα οδήγησης, δίπλωμα
- taxi driver
- ταξιτζής, ταξιτζού, οδηγός ταξί
- coach driver
- αμαξάς
- bus driver
- αυτοκινητιστής, οδηγός λεωφορείου
- truck driver
- νταλικέρης, νταλικέρισσα, φορτηγατζής, φορτηγατζού
- engine driver
- αμαξάς
- device driver
- αρχείο συσκευής, πλοηγός
- camel driver
- καμηλιέρης
- pile driver
- πασσαλομπήχτης, αμνάδα