🇬🇧 en el 🇬🇷
equilibrium noun
/iːkwɪˈlɪbɹɪəm/
,
/ɛkwɪˈlɪbɹɪəm/
|
|
---|---|
|
ισορροπία |
|
ισορροπία, διανοητική αταραξία, ηρεμία, ψυχική αταραξία |
Wiktionary Links
- English: equilibrium