🇬🇧 en el 🇬🇷
eyeball verb |
|
---|---|
|
κοζάρω, κόβω με το βλέμμα |
eyeball noun |
|
---|---|
|
βολβός του ματιού, βολβός του οφθαλμού |
Wiktionary Links
- English: eyeball
eyeball verb |
|
---|---|
|
κοζάρω, κόβω με το βλέμμα |
eyeball noun |
|
---|---|
|
βολβός του ματιού, βολβός του οφθαλμού |