🇬🇧 en el 🇬🇷
feasible adjective
/ˈfi.zə.bəl/
,
/ˈfiː.zə.bəl/
,
[ˈfi.zə.bɫ̩]
,
[ˈfiː.zə.bɫ̩]
,
[ˈfɪi.zə.bɫ̩]
|
|
---|---|
|
εφικτός, πραγματοποιήσιμος, επιτεύξιμος, πραγματώσιμος, υλοποιήσιμος |
Wiktionary Links
- English: feasible