🇬🇧 en el 🇬🇷
fruitless adjective
/ˈfɹutləs/
,
/ˈfɹuːtləs/
|
|
---|---|
|
άκαρπος, άκαρπη, άκαρπο, ατελέσφορη, ατελέσφορο, ατελέσφορος |
|
άκαρπη, άκαρπο, άκαρπος |
|
άκαρπος, ακάρπιστος, ακαρποφόρητος |
Wiktionary Links
- English: fruitless