🇬🇧 en el 🇬🇷
fussy adjective
/ˈfʊ.si/
,
/ˈfʌ.si/
|
|
|---|---|
| εξεζητημένος, ιδιότροπος, λεπτολόγος, σχολαστικός | |
fussy adjective
/ˈfʊ.si/
,
/ˈfʌ.si/
|
|
|---|---|
| εξεζητημένος, ιδιότροπος, λεπτολόγος, σχολαστικός | |