🇬🇧 en el 🇬🇷
grey |
|
---|---|
γκρίζος |
- grey heron
- σταχτοτσικνιάς
- grey matter
- φαιά ουσία
- grey mullet
- κέφαλος
- silver-grey
- ασημόγκριζος
- grey-haired
- γκριζομάλλης
- grey wolf
- Βολφ
- grey partridge
- καμπίσια πέρδικα
- the fox may grow grey but never good
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του
- grey economy
- παραοικονομία