🇬🇧 en el 🇬🇷
gymnastics noun
/d͡ʒɪmˈnæs.tɪks/
|
|
---|---|
|
γυμναστική |
|
ακροβατισμός, γυμναστική |
gymnastic adjective
/d͡ʒɪmˈnæstɪk/
|
|
---|---|
|
γυμναστικός |
gymnast noun
/ˈdʒɪm.næst/
,
/ˈd͡ʒɪm.næst/
,
/ˈd͡ʒɪm.nəst/
|
|
---|---|
|
αθλήτρια της γυμναστικής, αθλητής της γυμναστικής |
Wiktionary Links
- English: gymnastics