🇬🇧 en el 🇬🇷
happy adjective
/ˈhæpi/
|
|
---|---|
|
ευχαριστημένος, χαρούμενος |
|
ευτυχισμένος, ευτυχής |
happiness noun
/ˈhæpinəs/
,
/ˈhæpinɪs/
|
|
---|---|
|
ευτυχία |
|
ευτυχία, χαρά |
|
ευημερία, ευπραγία, προκοπή |
- happy birthday
- χρόνια πολλά, να τα εκατοστήσεις, να τα εκατοστίσεις
- happy New Year
- καλή χρονιά, ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος, χρόνια πολλά
- happy ending
- χάπι εντ
- happy holidays
- καλές γιορτές
- trigger-happy
- αψίθυμος, πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος
- many happy returns
- χρόνια πολλά
- happy-go-lucky
- χαρωπός
- Merry Christmas and a Happy New Year
- Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά!
- happy Easter
- Καλό Πάσχα, Χριστός ανέστη, αληθώς ανέστη